στριξ

στριξ
η / στλίξ, ΝΜ, στρίγξ, αμάρτυρος τ. ονομ. με εύχρηστη μόνον την αιτ. οτρίγγα, Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών που περιλαμβάνει τον χουχουριστή και τον ουραλοχούχουλα
αρχ.
1. άλλη ονομασία τής γλαύκας, τής κουκουβάγιας, εξαιτίας τής διαπεραστικής φωνής που έχει
2. μυθ. δύσμορφο και πτερωτό ον το οποίο απομυζά το αίμα τών βρεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. ἴυγξ) εκφραστική τής φωνής τού πουλιού που συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τού τρίζω* (πρβλ. λατ. strideo «τρίζω»). Αβέβαιη φαίνεται η σύνδεση τού τ. με το λατ. stringo «σφίγγω». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. strix, strigis και striga. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strix < νεολατ. strix < στριξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στρίξ — owl fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Стржига — (Стжига) (от лат. strix, др. греч. στρίξ, στρίγξ «сова вампир»)[1], мужской эквивалент strzigůń (стржигун),  демон в легендах Силезии. Чтобы стржига не могла вредить людям, нужно было выкопать её и проколоть ей сердце дубовым колышком… …   Википедия

  • στλίξ — ἡ, Μ βλ. στρίξ …   Dictionary of Greek

  • στρίγλος — ὁ, ΜΑ μσν. μάγος, γόης αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νυκτικόραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού αρχ. στρίγξ* (βλ. λ. στριξ)] …   Dictionary of Greek

  • στρίγξ — ἡ, Α (αμάρτυρος τ. ονομ.) βλ. στριξ …   Dictionary of Greek

  • τυτώ — Νυχτόβιο αρπακτικό πουλί (tyto alba) της οικογένειας των τυτονιδών, της τάξης των γλαυκόμορφων. Λέγεται και στριξ. Έχει συνολικό μήκος περίπου 35 εκατοστά, με άνοιγμα στις φτερούγες σχεδόν 1 μ. H τ. είναι αρκετά διαδεδομένη με μερικά υποείδη, σε… …   Dictionary of Greek

  • Hystrizismus — Hy|strizịsmus [zu gr. ὑστριξ = Stachelschwein] m; , ...men: = Ichthyosis hystrix …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • Ichthyose — Ich|thyo̱|se [zu gr. ἰχϑυς = Fisch] w; , ...o̱sen, in fachspr. Fügungen: Ich|thyo̱|sis, Mehrz.: ...o̱ses: Fischschuppenkrankheit, Hautleiden mit übermäßiger Trockenheit, Abschuppung sowie abnormer Verhornung der Haut infolge veränderter oder… …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • ՆՈՒԱՐՏԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0450 Chronological Sequence: Unknown date, 13c գ. Բառ անյայտ, իբրու Փոքրիկ կամ բարակ նուարտան: ի բառս Գաղիանոսի դնի որպէս յն. στρίξ strix. որ է ազգ ագռաւու, եւ գոգաւոր գիծ կամ խողովակ սեանց: Իսկ ի Բժշկարանս մեկնի որպէս անուն խոտոյ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ster-4 —     ster 4     English meaning: line, stripe, ray     Deutsche Übersetzung: ‘streifen, Strich, Strähne, Strahl”; “about etwas hinwegstreifen, streichen”     Note: also sterǝ : strē , strei , streu ; with g, b, dh (or t ) extended; identical with… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”